ολοός

ολοός
(I)
ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, -ή, -όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, -ον (Α)
1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.)
2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοά
με θανατηφόρο τρόπο, ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀλοός (< *ολε-Fός) έχει σχηματιστεί από το θ. ὀλε- τού ὄλλυμι* (πρβλ. όλεθρος) με αφομοιωτική τροπή τού -ε- σε -ο-. Ο τ. ὀλοιός με -οι- αντί -ο- (πρβλ. οιέτεας < *ο[F]ετέας). Ο τ. ὀλώϊος, κατ' άλλους, θεωρείται αναλογικός σχηματισμός κατά το ὀλοφώϊος ενώ κατ' άλλους πρέπει να διορθωθεί σε ὀλοίϊος, κατά τα ὁμοίϊος, γελοίϊος. Ο τ. οὐλοός, εξάλλου, έχει σχηματιστεί με μετρική έκταση κατά το οὖλος. Η κλητική, τέλος, τού ὀλοός, ὀλέ έχει προέλθει με υφαίρεση από ὀλοέ (ή *ολεέ), πρβλ. μέλε < μέλεος].
————————
(II)
ὁλοός, -ή, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φρόνιμος καὶ ὑγιής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀλοός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοά — ὀλοός destructive neut nom/voc/acc pl ὀλοά̱ , ὀλοός destructive fem nom/voc/acc dual ὀλοά̱ , ὀλοός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοώτερον — ὀλοός destructive adverbial comp ὀλοός destructive masc acc comp sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοῶν — ὀλοός destructive fem gen pl ὀλοός destructive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοόν — ὀλοός destructive masc acc sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοώτατα — ὀλοός destructive adverbial superl ὀλοός destructive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοώτατον — ὀλοός destructive masc acc superl sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοαῖς — ὀλοός destructive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοαῖσι — ὀλοός destructive fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοαί — ὀλοός destructive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”